Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Ημέρα 2η

Έχουμε ήδη φτάσει με την οικογένειά μου και την φυλή μου στους πρόποδες του βουνού. Δεν αντέχω την ζωή εκεί! Όλα είναι ίδια. Οι ίδιες οικογένειες, τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιες καλύβες, τα μικρά χωράφια με τις ντοματιές και τα άλλα λαχανικά. Φτάνει πια! Ο κάμπος είναι γεμάτος ανεξερεύνητα μέρη, περιπέτειες και συγκινήσεις. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει κάθε καλοκαίρι να ανεβαίνουμε σ' αυτό το ανούσιο μέρος. Η οικογένειά μου με μαλώνει για αυτά που πιστεύω. Λεν πως αυτά που λέει ο αρχηγός είναι πάντα σωστά και δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε μόνοι μας χωρίς αυτούς. Ξέρω όμως ότι αυτός απλά φοβάται. Νωρίς το πρωί είχαμε έναν παρόμοιο καβγά, περνώντας έξω από κείνο το τεράστιο χωριό που το περιβάλλει ο ψηλός τοίχος. Δεν μπορούσα να ελέγξω το σώμα μου. Είχε μείνει ακίνητο και χάζευε το μεγαλείο της διαφορετικότητας αυτού που αντίκριζα. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν εκεί. Ο ίδιος ο αρχηγός με μάλωσε παροτρύνοντας με να συνεχίσω. Από το βλέμμα των γονιών μου κατάλαβα πως για άλλη μια φορά θα με έλεγαν τρελό, φαντασμένο και επιπόλαιο. Εγώ όμως ήθελα να κάτσω εκεί μπρος απ' τον μεγάλο τοίχο. Να σκαρφαλώσω και να μπω μέσα. Να δω αυτό το διαφορετικό χωριό. Γιατί όμως να είναι τόσο διαφορετικό από τα άλλα; Τι σόι όντα το κατοικούσαν; Δεν ήταν άνθρωποι; Πέρυσι, ο αδερφός του παππού μου μου είπε ψιθυριστά πως σ' αυτό το μέρος έφτιαχναν την ουσία που τροφοδοτούσε τα πάντα στον χαμένο κόσμο και πως τα περίεργα δεμένα με τα σκοινιά δέντρα ήταν τα γεφύρια για να την κουβαλούν. Δεν έχω λόγο να μην τον πιστέψω. Αλλά ούτε και να τον πιστέψω. Ύστερα από τόσες ώρες, η εικόνα εκείνη είναι ακόμα στο μυαλό μου και δεν τ' αφήνει να σκεφτεί τίποτα άλλο. Θα περάσουν πάρα πολλές μέρες μέχρι να το ξαναδώ. Θα παραμένει όμως ως τότε ζωντανό στην μνήμη μου.

Άγγελος, 2508












Δεν υπάρχουν σχόλια: